Εσείς που χρησιμοποιείτε υποκοριστικές λέξεις καταντάτε εκνευριστικοί και κουραστικοί
Η χρήση υποκοριστικών λέξεων γίνεται σε περιπτώσεις που θέλουμε να δείξουμε πως κάτι είναι μικρό ή λιγότερο σε σχέση με κάτι άλλο. Α! Ναι. Και για να δείξουν μερικοί ότι κάνουν ναζάκια. Συνδυάζουν το γλυκανάλατο τρόπο ομιλίας και κινήσεων σε μια προσπάθεια να δείξουν πιο ευάλωτοι, πιο χαδιάρηδες, πιο γούτσου. Πιο γατούληδες, ρε παιδί μου. Και φτάνουν σε εκείνο το σημείο που σε κάνουν να θέλεις να τρέξεις χιλιόμετρα μακριά. Να τρέξεις μέχρι να μην έχεις άλλη αναπνοή. Να τρέχεις χωρίς καμία συγκεκριμένη κατεύθυνση, αρκεί μονάχα να βρεθείς μίλια μακριά τους. Υπερβολή μεν, η αλήθεια δε. Χρησιμοποιείς τουλάχιστον μια λέξη σε κάθε πρόταση δίνοντάς της ένα υποκοριστικό τόνο. Ένα απλό παράδειγμα της καθημερινότητας είναι η φράση «πάω στη δουλίτσα» ή «γύρισα σπιτάκι» , «θα βγω για κανένα ποτάκι πιο βράδυ». Και είναι εντάξει να το λες μια φορά. Καταπίνουμε λίγο με δυσκολία, στραβομουτσουνιάζουμε κιόλας αλλά το δεχόμαστε. Όταν όμως αρχίζεις σε κάθε πρόταση να βάζεις στο τέλος των λέξεων