O «Δρόμος της Ζωής»

O «Δρόμος της Ζωής» - Media
Οι 872 μέρες της πολιορκίας του Λένινγκραντ μέσα από το ημερολόγιο ενός μικρού κοριτσιού
 
Η μικρή Τάνια Σαβίτσεβα επιτάχυνε το βήμα της. Ήθελε να βρεθεί στο σπίτι της πριν να πέσει ο ήλιος. Στους δρόμους και στις δεκάδες γέφυρες της πόλης που γεννήθηκε και έμενε δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ένας βοριάς σάρωνε τα πάντα. Η θερμοκρασία το βράδυ άγγιζε και τους -30. Το πλακόστρωτο γλίστραγε επικίνδυνα. Το βράδυ το χιόνι γινόταν πάγος. 
 
Η Τάνια έστριψε αριστερά στην οδό Απράσκιν και βρέθηκε στην πλατεία Λομονόσοβα. Στην άκρη σε ένα παγκάκι μια μητέρα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδάκι. Έμοιαζε να το κοιτάζει. Δεν κουνιόντουσαν. Μικροί σταλακτίτες κρέμονταν από τη μύτη και τα μαλλιά τους. Ήταν νεκροί και οι δύο, από την πείνα και το κρύο. Δεξιά και αριστερά δεκάδες πτώματα είχαν παραμείνει άταφα ανάμεσα στα χαλάσματα, ύστερα από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς. Είχαν παγώσει. Δεν μύριζαν, ούτε σάπιζαν...
 
Η Τάνια, όταν έβγαινε στους δρόμους, πάντα αρνιόταν να κοιτάξει τους νεκρούς. Όταν βράδιαζε, τους φοβόταν κιόλας. Περισσότερο και από τις βόμβες. Προσπέρασε τα πτώματα και σήκωσε τον γιακά από το πανωφόρι της, ενώ με το μικρό χεράκι της κατέβασε περισσότερο τον βαρύ σκούφο στο μέτωπό της. Πέρασε τρέχοντας τα ερείπια που κάποτε ήταν το υπέροχο κτήριο που στεγαζόταν το θέατρο Κόργκοκο και διέσχισε τη μικρή γέφυρα του καναλιού Φοντάνκα.
 
Ήταν χαρούμενη. Είχε καταφέρει να βρει φαγητό και μόλις θα έφτανε σπίτι θα απολάμβανε με τους συγγενείς της ένα υπέροχο δείπνο. Ζούσαν όλοι μαζί, γονείς, θείες, παππούδες, στριμωγμένοι στον δεύτερο όροφο ενός νεοκλασικού κτηρίου στην οδό Πραβόι πίσω από το αστυνομικό τμήμα. Πολλές φορές σκέφτηκαν να μετακομίσουν σε κάποιο υπόγειο καταφύγιο για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, όμως ο παππούς Βάνιας αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει το σπίτι.
 
Στην εσωτερική τσέπη του βαριού παλτού της έκρυβε δυο φέτες σαπισμένο σκληρό ψωμί και έναν νεκρό, παγωμένο, αλλά διατηρημένο άριστα, αρουραίο που είχε βρει πριν από λίγη ώρα σε κάτι σκουπίδια στην άκρη ενός υπονόμου δίπλα από το Ζιμνίζ Ντβόρετς, τα καλοκαιρινά ανάκτορα των τσάρων. Επιτάχυνε το βήμα της ευχαριστημένη...
 
Η Τάνια ζούσε στην ομορφότερη κατά πολλούς πόλη της Ευρώπης. Ένα μείγμα Βενετίας και Παρισιού. Με άπειρα κανάλια να τη διασχίζουν και τον ποταμό Νέβα να δεσπόζει. Με τη χλιδή και τα υπέροχα κτήρια, τα περισσότερα κτισμένα σε ρυθμούς Μπαρόκ και Αρτ Νουβό, να την κοσμούν, δίνοντας μια τσαρική μεγαλοπρεπέστατη ατμόσφαιρα. 
 
Ζούσε στην πόλη των καλλιτεχνών, των διανοουμένων και των συγγραφέων. Η Τάνια ήξερε ότι παλιά την πόλη την ονόμαζαν Αγία Πετρούπολη, αλλά τώρα είχε το όνομα του πρώτου ηγέτη της μεγάλης χώρας της. Τώρα την ονόμαζαν «Πόλη του Λένιν».
 
Φωλιά του Αετού, Βαυαρικές Άλπεις, λίγους μήνες νωρίτερα, Απρίλιος 1941
 
Ο Χάιντς Λίγκε, ο πιστός προσωπικός μπάτλερ του Αδόλφου Χίτλερ, ήταν τρομερά αγχωμένος. Έδινε συνέχεια διαταγές στο προσωπικό του πύργου προκειμένου τίποτε να μην πάει στραβά. Ο Φύρερ εδώ και τρεις ημέρες δεν είχε βγει από το γραφείο του. Δεν είχε καν αναπαυθεί έστω και για μερικές ώρες. Ήταν συνέχεια κλεισμένος με τους στενότερους επιτελείς του και σχεδίαζαν... Ο άνθρωπος που λάτρευε σαν θεό τον είχε φωνάξει τόσες φορές μέσα. Ο Λίγκε είχε καταλάβει ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε. Είχε δει και τους τεράστιους απλωμένους χάρτες επάνω στο μεγάλο δρύινο γραφείο. Είχε ακούσει τις φωνές του όταν επέπληττε κάποιον ανώτατο αξιωματικό του.
 
Τώρα τον είχε φωνάξει πάλι μέσα. Ήθελε δροσερό νερό και ασπιρίνες. Πονούσε φρικτά το κεφάλι του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένας υπηρέτης έφερε την κρυστάλλινη κανάτα με τα ποτήρια από τη Βοημία. Ο Λίγκε ίσιωσε τη στρατιωτική του στολή, έφτιαξε τα μαλλιά του, χτύπησε διακριτικά τη βαριά πόρτα και μπήκε. Περπάτησε αρκετά στο παχύ χαλί του μεγάλου γραφείου.
 
Δεξιά του ήταν μια τεράστια τζαμαρία με υπέροχη θέα στις Άλπεις. Αριστερά του, πορτρέτα Πρώσων αξιωματικών, τον κοίταζαν αυστηρά σαν να τον επέπλητταν. Τον έκαναν να νιώθει άβολα. Στους άλλους τοίχους ήταν κρεμασμένες σημαίες της χώρας του και στην άκρη ένα τεράστιο πορτρέτο του Φύρερ του. Στο βάθος σκυμμένοι πάνω από χάρτες συνομιλούσαν ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του. Πίσω τους, επάνω στον τοίχο, μπορούσε να δει τον χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης. Τρία βέλη ξεκινούσαν από τη Γερμανία και άνοιγαν σαν βεντάλια. Ένα βόρεια, ένα στο μέσον και ένα νότια...
 
«Οι ασπιρίνες που ζητήσατε, Φύρερ μου», είπε και στάθηκε προσοχή όταν έφτασε δίπλα στον ηγέτη του Γ’ Ράιχ. Ακίνητος, σχεδόν δεν ανέπνεε. Κανείς δεν του έδωσε σημασία και ο Λίγκε περίμενε υπομονετικά. 
«Operation Nordlicht, κύριοι» είπε ο Αδόλφος Χίτλερ απευθυνόμενος στον Ρούντολφ Ες και τον Χάινριχ Χίμλερ. «Επιχείρηση Βόρειο Σέλας. Μέρος της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Με αυτό θα τσακίσουμε τους Σοβιετικούς. Ήδη, όπως καλά ξέρετε, οι τρεις στρατιές μας είναι έτοιμες. Η Ομάδα Στρατιών Βορράς, η Ομάδα Κέντρο και η Ομάδα Νότος. Μέχρι το τέλος του φθινοπώρου πρέπει να έχουμε καταλάβει το Μινσκ, το Κίεβο και το Λένινγκραντ. Μετά θα ασχοληθούμε με τη Μόσχα και με τα πετρέλαια του Καυκάσου.
 
Θέλω την προσοχή σας στην Επιχείρηση Βόρειο Σέλας. Θέλω να πάνε όλα όπως τα έχουμε σχεδιάσει, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες. Θέλω μέχρι να μπει ο χειμώνας η Αγία Πετρούπολη να έχει ισοπεδωθεί. Δεν θέλω να υπάρχει στον χάρτη πόλη με την ονομασία Λένινγκραντ. Επικεφαλής στο Βόρειο Σέλας θα είναι ο Generalfeldmarschall, ο στρατάρχης Φον Λέεμπ».
 
Ο Λέεμπ σηκώθηκε, χτύπησε στρατιωτικά τα τακούνια από τις μπότες του σαν παλιός Πρώσος αξιωματικός και ετοιμάστηκε να μιλήσει... Ο Χίτλερ σήκωσε το κεφάλι του, είδε τον μπάτλερ του, έφτιαξε τη χωρίστρα του, έκανε νόημα με το χέρι του στον Λέεμπ να σωπάσει και ρώτησε εκνευρισμένος: «Χάιντς, τι ζητάς εδώ;». Πριν ο Λίγκε προλάβει να απαντήσει, ο Χίτλερ συμπλήρωσε: «Ααα ναι έφερες τις ασπιρίνες. Άφησέ τες και φύγε...».
 
Εκείνο το απόγευμα του Απριλίου του 1941, μόλις ο Χάιντς Λίγκε βγήκε από το γραφείο, ο Χίτλερ διαφώνησε έντονα με τον στρατάρχη Λέεμπ για τον τρόπο της επίθεσης στο Λένινγκραντ. Ο Χίτλερ ζητούσε μια αστραπιαία επίθεση που θα τσάκιζε τους μισητούς Σοβιετικούς στο Λένινγκραντ. Ο Λέεμπ του απάντησε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για τέσσερις λόγους.
 
  • Πρώτον, η ιδιομορφία και η ιδιαιτερότητα της περιοχής πέριξ της πόλης εκμηδένιζε το γερμανικό πλεονέκτημα σε υλικοτεχνική υποδομή αλλά και σε έμψυχο υλικό και καθιστούσε τον καλύτερα εξοπλισμένο Γερμανό στρατιώτη εφάμιλλο του Σοβιετικού. Μια κατά μέτωπο επίθεση θα είχε ανυπολόγιστο κόστος.
  • Δεύτερον, η πόλη, χτισμένη στο δέλτα του ποταμού Νέβα, περιβαλλόταν από ελώδεις εκτάσεις, όπου τα τεθωρακισμένα θα κολλούσαν και θα γίνονταν εύκολη λεία για τους Ρώσους αντιαρματιστές. Ακόμη όμως κι αν περνούσαν, οι κύριες αστικές περιοχές διασχίζονται από κανάλια και επικοινωνούν με πολύ στενές γέφυρες. Θα αναγκάζονταν, λοιπόν, να αναλωθούν σε πολύμηνες μάχες εκ του συστάδην, κτήριο προς κτήριο και γέφυρα προς γέφυρα, σε μια άγνωστη μεγαλούπολη που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαθέσει εκατοντάδες χιλιάδες επιστράτους για την άμυνά της.
  • Τρίτον, πιθανή απόβαση από τον φινλανδικό κόλπο ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία λόγω του απροσπέλαστου της Κροστάνδης, ενός οχυρωμένου νησιού στη θαλάσσια είσοδο της πόλης που λειτουργεί ως αβύθιστο πλοίο. Επίσης ο γερμανικός στρατός δεν διέθετε εμπειρία σε τέτοιου είδους αποβατικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον εμπόδιο αποτελούσαν ο αρκετά ισχυρός Σοβιετικός Στόλος Βόρειας Θάλασσας και τα υποβρύχιά του.
  • Τέταρτον, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν Ρώσοι και Εβραίοι, εν αντιθέσει με τις Βαλτικές Δημοκρατίες, όπου οι κάτοικοι είχαν δει τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Επομένως ήταν δύσκολο να συγκροτηθούν δωσιλογικές ομάδες ή να βρεθούν ντόπιοι με καλή γνώση της πόλης, οι οποίοι θα βοηθούσαν τη Βέρμαχτ.
Ο Χίτλερ ρώτησε τότε τον αξιωματικό του τι έχει να προτείνει και εκείνος απάντησε με έναν τόνο απαισιοδοξίας: «Πολιορκία. Μόνο πολιορκία. Οι πληροφορίες μου θέλουν το Λένινγκραντ να έχει εφόδια μόνο για κάποιες ημέρες. Άλευρα και σιτηρά για 35 ημέρες, ζυμαρικά για 30 ημέρες, κρέας για 33 ημέρες, λίπη για 45 ημέρες και ζάχαρη για 60». 
 
Ο Χίτλερ έμεινε να κοιτάζει τον χάρτη σκεπτικός. Έσπαγε το κεφάλι του να βρει κάτι, ένα ψεγάδι, για να αντικρούσει τον επιτελή του και να τον αποπέμψει. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Πρώσους αξιωματικούς και την έπαρσή τους. Κι όμως ο Λέεμπ είχε δίκιο. Ο ηγέτης του Γ’ Ράιχ πήρε τις δύο ασπιρίνες και, όσο έπινε το νερό του, κοίταζε στα μάτια τον αξιωματικό του. 
 
Μετά σηκώθηκε, έφτιαξε ξανά τη χωρίστρα του και μίλησε: «Ο Φον Λέεμπ, ως συνεπής καθολικός, προτιμά να προσεύχεται παρά να πολεμά. Αλλά εδώ έχει δίκιο. Το Λένινγκραντ θα πέσει με πολιορκία. Θα κόψουμε κάθε δρόμο, κάθε δίοδο της πόλης με τον έξω κόσμο. Οποιαδήποτε πρόταση παράδοσης από το Λένινγκραντ πρέπει να απορριφθεί. Σε αυτό τον αγώνα δεν με ενδιαφέρει να κρατήσω έστω ένα μικρό ποσοστό της πόλης ζωντανό. Ισοπεδώστε το... Θέλω να σβηστεί από προσώπου γης».
 
Λένινγκραντ, αρχηγείο Κόκκινου Στρατού, Νοέμβριος 1941. 
Εξωτερική θερμοκρασία -22
 
Η πόρτα του υπόγειου γραφείου άνοιξε ξαφνικά και μέσα στο γεμάτο καπνό δωμάτιο μπήκε γρήγορα ένας άνδρας. Τίναξε το χιόνι από το βαρύ χακί στρατιωτικό του παλτό, έβγαλε το καπέλο του και δάγκωσε τα γάντια του. Τα τράβηξε και ακούμπησε τα χέρια του στο μαγκάλι που έκαιγε σε μια άκρη. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού. Ο άνδρας που κοίταζε έναν χάρτη της πόλης κάτω από το δυνατό φως μιας λάμπας σήκωσε το δίχως μαλλιά καραφλό κεφάλι του: «Ααα, σύντροφε Κλιμέντ Βοροσίλοφ, σε περιμέναμε. Βάλε λίγο τσάι και έλα να μας εξηγήσεις την κατάσταση».
Ο Κλιμέντ Βοροσίλοφ έγνεψε καταφατικά και κατευθύνθηκε προς το σαμοβάρι που βρισκόταν κάτω από το πορτρέτο του Στάλιν σε μια άκρη του δωματίου.
 
«Τα πράγματα, σύντροφοι, δεν πάνε καθόλου, μα καθόλου καλά» είπε ο καραφλός μεγαλόσωμος άνδρας. «Η πολιορκία είναι πλήρης. Η θέση μας είναι εξαιρετικά δυσχερής». Τίναξε τη στάχτη από το βαρύ ρωσικό τσιγάρο του και συνέχισε: 
 
«Νότια της πόλης, η Βέρμαχτ και η Γαλάζια Μεραρχία των Ισπανών έχουν δημιουργήσει ένα ημικύκλιο που μας έχει αποκόψει. Από τον φινλανδικό κόλπο μέχρι τις νότιες ακτές της λίμνης Λατόγκα δεν έχουμε καμία επικοινωνία με τις άλλες πόλεις. Βόρεια, τα τσιράκια των Γερμανών, οι Φινλανδοί και Νορβηγοί εθελοντές, ελέγχουν την Άνω Λατόγκα και την Καρελία. Ενισχύσεις δεν μπορούν να έρθουν από πουθενά. Όλοι οι άξονες είναι κλειστοί. Τα τρόφιμα τελείωσαν, πετρέλαιο δεν έχουμε. Είμαστε καταδικασμένοι να πολεμήσουμε μέχρι ενός. Το θέμα είναι να κάνουμε τους ναζί να πληρώσουν ακριβά κάθε μέτρο πόλης που θα παίρνουν».
 
Ο άνδρας που πριν από λίγη ώρα είχε μπει στο αρχηγείο, άφησε το φλιτζάνι με το αχνιστό τσάι σε ένα γραφείο και πλησίασε τον χάρτη. «Σύντροφε Ζούκοφ, μου επιτρέπετε;». Ο φαλακρός στρατηγός στάθηκε διακριτικά στην άκρη του επίπλου δίπλα στον μεγάλο απλωμένο χάρτη. Πλάι του ήταν ένας άλλος ανώτατος αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, ο στρατηγός Λεονίντ Γκοβόροφ.
 
«Σύντροφε στρατηγέ Ζούκοφ, σύντροφε στρατηγέ Γκοβόροφ, μόλις επέστρεψα από τα οχυρωματικά έργα. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε από τον Ιούνιο, έχουμε δημιουργήσει στην ευρύτερη περιφέρεια του Λένινγκραντ ένα ισχυρό δίκτυο άμυνας. Οκτακόσια χιλιόμετρα συρματόπλεγμα και 5.000 οχυρώματα δεν είναι κάτι που οι ναζί μπορούν να αγνοήσουν».
 
Ο Βοροσίλοφ έσκυψε στον χάρτη και άρχισε να δείχνει: «Εδώ, εδώ και εδώ οι γερμανικές επιθέσεις αποκρούονται. Εδώ στα δυτικά, τα έλη μας βοηθούν. Τα πάντσερ κολλάνε και τα διαλύουμε. Από τα βόρεια οι δυνάμεις μας κρατάνε καλά. Νομίζω ότι τα προβλήματά μας είναι δυο. Οι άμαχοι και η έλλειψη εφοδίων. Αυτά πρέπει να επιλύσουμε, αλλά πώς...».
 
Η σειρήνα από ένα βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης Junkers ju 87 «Stuka» έκοψε τα λόγια του Βοροσίλοφ στη μέση. Ο χαρακτηριστικός ήχος του πάγωνε ακόμη και τους ψυχραιμότερους πολεμιστές. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, το δωμάτιο σείστηκε δυνατά. Σοβάδες και σκόνη έπεσαν πάνω στο γραφείο με τον απλωμένο χάρτη και τα φώτα έσβησαν για λίγο. Μετά η λάμπα τρεμόπαιξε και άναψε πάλι. «Καταραμένη Λουφτβάφε», ψιθύρισε ο Ζούκοφ. Τίναξε τη σκόνη από τα διακριτικά του στον γιακά στη βάση του λαιμού του, άναψε ένα άλλο τσιγάρο και πήρε πάλι τον λόγο: «Σας μεταφέρω τα λόγια του συντρόφου Ιωσήφ Στάλιν: 
 
Το Λένινγκραντ δεν πρέπει να πέσει. Εάν το πάρουν οι ναζί, τότε θα δημιουργήσουν μια τανάλια από Βορρά και από το κέντρο, που θα ισοπεδώσει τη Μόσχα. Η πατρίδα μας θα χαθεί και μαζί της τα οράματα του σοσιαλισμού. Το Λένινγκραντ πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία. Ανεξαρτήτως κόστους. Οι 200.000 στρατιώτες του στρατού μας που το υπερασπίζονται μαζί με τα 4,5 εκατομμύρια των κατοίκων του, θα θυσιαστούν όλοι, εάν χρειαστεί, αλλά οι Γερμανοί δεν θα πατήσουν το πόδι τους. 
 
Σύντροφε Βοροσίλοφ, όπως ξέρεις αναλαμβάνω την υπεράσπιση της πόλης με εντολή της Stavka, της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Μόσχας, του Πολιτικού Γραφείου και του συντρόφου Στάλιν προσωπικά. Καλώ εσένα και τον σύντροφο Γκοβόροφ να με βοηθήσετε στον σκοπό αυτό. Για μένα, Κλιμέντ, δεν υπάρχει η προηγούμενη αποτυχία σου στη Φινλανδία, ούτε οι ανοησίες που έκανες εδώ και που μου πήρε μέρες να τις διορθώσω».
 
Ο στρατηγός Λεονίντ Γκοβόροφ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε σιωπηλός, πήρε τον λόγο: «Σύντροφοι, κοιτάξτε εδώ στον χάρτη». Το δάχτυλό του πέρασε πάνω από τη λίμνη Λατόγκα. «Ίσως αυτή να είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Ίσως αυτός να είναι ο δρόμος της ζωής».

http://www.topontiki.gr

Αν βρήκατε ενδιαφέρον αυτό που είδατε, τότε κοινοποιήστε το και σε φίλους, μπορεί και σε αυτούς να είναι χρήσιμο!

Σχόλια

Διαβάστε επίσης

Τροχαίο ατύχημα στο Καλοχώρι (Φωτό)

ΚΑΣΤΟΡΙΑ - Το παιδικό θέατρο Λάρισας αυρίο στην ΕΔΗΚΑ Καστοριάς

Κείμενο – Παρέμβαση του Στρατηγού Φράγκου :Η Ελλάδα ως Στρατηγικός Εταίρος στην Ανατολική Μεσόγειο

Ο Στάθης Στιβακτάκης έχει μπλεξίματα με τον νόμο – Κατηγορείται για επίθεση (Φώτο)

Η φίλη σου βγαίνει με τον πρώην σου: 4 τρόποι για να μην τρελαθείς